--
être
είμαι
ήμουν
avoir
έχω
είχα
savoir
ξέρω, γνωρίζω
ήξερα, γνώρισα
vouloir
θέλω
ήθελα
attendre
περιμένω
περίμενα
comprendre
καταλαβαίνω
κατάλαβα
faire
κάνω
έκανα
aller
πηγαίνω, πάω
πήγα
habiter, rester
μένω
έμεινα
travailler
δουλεύω, εργάζομαι
δούλεψα, εργάστηκα
lire
διαβάζω
διάβασα
apprendre
μαθαίνω
έμαθα
étudier
σπουδάζω
σπούδασα
donner
δίνω
έδωσα
acheter
αγοράζω
αγόρασα
payer
πληρώνω
πλήρωσα
vendre
πουλάω -ώ
πούλησα
parler
μιλάω -ώ
μίλησα
avoir faim
πεινάω -ώ
πείνασα
manger
τρώω
έφαγα
avoir soif
διψάω -ώ
δίψασα
boire
πίνω
ήπια
aimer
αγαπάω -ώ
αγάπησα
arrêter, s'arrêter
σταματάω -ώ
σταμάτησα
chanter
τραγουδάω -ώ
τραγούδησα
danser
χορεύω
χόρεψα
demander
ρωτάω -ώ
ρώτησα
répondre
απαντάω -ώ
απάντησα
voir
βλέπω
είδα
se réveiller
ξυπνάω -ώ
ξύπνησα
dormir
κοιμάμαι
κοιμήθηκα
endormir
κοιμίζω
κοίμισα
se lever
σηκώνομαι
σηκώθηκα
lever, soulever
σηκώνω
σήκωσα
partir
φεύγω
έφυγα
arriver
φτάνω
έφτασα
passer
περνάω -ώ
πέρασα
dire
λέω
είπα
écouter, entendre
ακούω
άκουσα
être fautif
φταίω
έφταιξα
brûler
καίω
έκαψα
pleurer
κλαίω
έκλαψα
rire
γελάω -ώ
γέλασα
sourire
χαμογελάω -ώ
χαμογέλασα
fermer
κλείνω
έκλεισα
ouvrir
ανοίγω
άνοιξα
cuisiner
μαγειρεύω
μαγείρεψα
mélanger, remuer
ανακατεύω
ανακάτεψα
faire quelque chose avec les mains
φτιάχνω
έφτιαξα
porter (habit)
φοράω -ώ
φόρεσα
s'habiller
ντύνομαι
ντήθηκα
écrire
γράφω
έγραψα
tourner (changer de direction)
στρίβω
έστριψα
mettre
βάζω
έβαλα
allumer
ανάβω
άναψα
avoir mal
πονάω -ώ
πόνεσα
tousser
βήχω
έβηξα
exister
υπάρχω
υπήρξα
jouer
παίζω
έπαιξα
commencer
αρχίζω, ξεκινάω -ώ
άρχισα, ξεκίνησα
terminer
τελειώνω
τελείωσα
vivre
ζω
έζησα
penser
νομίζω, σκέφτομαι
νόμισα, σκέφτηκα
croire
πιστεύω
πίστεψα
rêver
ονειρεύομαι
ονειρεύτηκα
faire la grève
απεργώ
απέργησα
remercier
ευχαριστώ
ευχαρίστησα
prier, supplier
παρακαλώ
παρακάλεσα
être en retard
αργώ
άργησα
se préoccuper
ανησυχώ
ανησύχησα
pardonner
συγχωρώ
συγχώρησα
conduire
οδηγώ
οδήγησα
téléphoner
τηλεφωνώ
τηλεφώνησα
être d'accord
συμφωνώ
συμφώνησα
être en désaccord
διαφωνώ
διαφώνησα
pouvoir
μπορώ
μπόρεσα
prendre
παίρνω
πήρα
déménager
μετακομίζω
μετακόμισα
interrompre
διακόπτω
διέκοψα
choisir
διαλέγω
διάλεξα
faire attention
προσέχω
πρόσεξα
changer, se changer
αλλάζω
άλλαξα
rappeler
θυμίζω
θύμισα
se rappeler
θυμάμαι
θυμήθηκα
oublier
ξεχνάω -ώ
ξέχασα
avoir peur
φοβάμαι
φοβήθηκα
effrayer
φοβίζω
φόβισα
être désolé
λυπάμαι
λυπήθηκα
attrister
λυπώ
λύπησα
venir
έρχομαι
ήρθα
s’asseoir, rester
κάθoμαι
κάθισα
asseoir
καθίζω
έκατσα
avoir besoin
χρειάζομαι
χρειάστηκα
avoir chaud
ζεσταίνομαι
ζεστάθηκα
chauffer
ζεσταίνω
ζέστανα
avoir froid
κρυώνω
κρύωσα
utiliser
χρησιμοποιώ
χρησιμοποίησα
laver
πλένω
έπλυνα
se laver
πλένομαι
πλύθηκα
se peigner, se coiffer
χτενίζομαι
χτενίστηκα
se raser
ξυρίζομαι
ξυρίστηκα
amener
φέρνω
έφερα
envoyer
στέλνω
έστειλα
se sentir
αισθάνομαι
αισθάνθηκα
souligner
υπογραμμίζω
υπογράμμισα
casser, briser
χαλάω -ώ, σπάω
χάλασα, έσπασα
accrocher, pendre
κρεμάω -ώ
κρέμασα
vieillir
γερνάω -ώ
γέρνασα
appeler
καλώ
κάλεσα
devenir
γίνομαι
έγινα
chercher, demander
ζητάω -ώ
ζήτησα
trouver
βρίσκω
βρήκα
se trouver
βρίσκομαι
βρέθηκα
(se) perdre
χάνω (-ομαι)
έχασα (χάθηκα)
être fatigué
κουράζομαι
κουράστηκα
nettoyer, éplucher
καθαρίζω
καθάρισα
jeter
ρίχνω
έριξα
couper
κόβω
έκοψα
être absent, manquer
λείπω
έλειψα
montrer
δείχνω
έδειξα
repasser
σιδερώνω
σιδέρωσα
offir
χαρίζω
χάρισα
payer un verre
κερνάω
κέρασα
laisser
αφήνω
άφησα
souhaiter
εύχομαι
ευχήθηκα
souffler
φυσάω-ώ
φύσηξα
aider
βοηθάω -ώ
βοήθησα
aider
βοηθάω -ώ
βοήθησα
marcher
περπατάω-ώ
περπάτησα
courir
τρέχω
έτρεξα
nager
κολυμπάω-ώ
κολύμπησα
s'entraîner, s'exercer
γυμνάζομαι
γυμνάστηκα
essayer
προσπαθώ
προσπάθησα
voyager
ταξιδεύω
ταξίδεψα
essayer, tester, goûter
δοκιμάζω
δοκίμασα
préférer
προτιμάω -ώ
προτίμησα
résoudre
λύνω
έλυσα
bien aller (ex: le jaune va bien avec le bleu), s'entendre, concorder
ταιριάζω
ταίριαξα
grogner, ronchonner
γκρινιάζω
γκρίνιαξα
découvrir
ανακαλύπτω
ανακάλυψα
fumer
καπνίζω
κάπνισα
déranger
πειράζω
πείραξα
avoir une importance
νοιάζω
ένοιαξα
s'ennuyer
βαριέμαι
βαρέθηκα
rencontrer
συναντάω -ώ
συνάντησα
faire les courses
ψωνίζω
ψώνισα
sortir
βγαίνω
βγήκα
sortir quelque chose (verbe transitif)
βγάζω
έβγαλα
compter
μετράω -ώ
μέτρησα
amuser, s'amuser
διασκεδάζω
διασκέδασα
crier
φωνάζω
φώναξα
naître
γεννιέμαι
γεννήθηκα
se plaindre
παραπονιέμαι
παραπονέθηκα
commander (au restaurant)
παραγγέλνω
παράγγελνα
tourner (ex: tourner une page)
rentrer
γυρίζω
γύρισα
expliquer
εξηγώ
εξήγησα
louer
νοικιάζω
νοίκιασα
prêter
δανείζω
δάνεισα
tenir, réserver
κρατάω -ώ
κράτησα
tomber
πέφτω
έπεσα
monter
ανεβαίνω
ανέβηκα
descendre
κατεβαίνω
κατέβηκα
mourir
πεθαίνω
πέθανα
bronzer
μαυρίζω
μαύρισα
se brosser
βουρτσίζω
βούρτσισα
interdire
απαγορεύω
απαγόρευσα
entrer
μπαίνω
μπήκα
adorer
λατρεύω
Λάτρεψα
rafraîchir
δροσίζω
δρόσισα
(se) partager
μοιράζω (-ομαι)
μοίρασα (μοιράστηκα)
se moquer
κοροϊδεύω
κορόιδεψα
voler (avec des ailes)
πετάω -ώ
πέταξα
voler (dérober)
κλέβω
έκλεψα
réussir
καταφέρνω
κατάφερα
espérer
ελπίζω
έλπισα
chercher
ψάχνω
έψαξα
imaginer
φαντάζομαι
φαντάστηκα
paraître, apparaître
→ il semble que...
φαίνομαι
φάνηκα
→ φαίνεται ότι...
avoir le temps
προλαβαίνω
πρόλαβα
(se) réunir
μαζεύω (-ομαι), συγκεντρώνω (-ομαι)
μάζεψα (μαζεύτηκα) συγκέντρωσα (συγκεντρώθηκα)
se marrier
παντρεύομαι
παντρεύτηκα
se fâcher
θυμώνω
Θύμωσα
informer
πληροφορώ
πληροφόρησα
annoncer
ανακοινώνω
ανακοίνωσα
avertir
ειδοποιώ
ειδοποίησα
adopter
υιοθετώ
υιοθέτησα
décider
αποφασίζω
αποφάσισα
continuer
συνεχίζω
συνέχισα
proposer
προτείνω
πρότεινα
accepter
(απο)δέχομαι
(απο)δέχτηκα
contenir
περιέχω
περιείχα
appuyer (sur un bouton)
πατάω -ώ
πάτησα
cacher
κρύβω
έκρυψα
refuser
αρνούμαι
αρνήθηκα
encourager
ενθαρρύνω
ενθάρρυνα
sélectionner
επιλέγω
επέλεξα
sentir
νιώθω
ένιωσα
sentir (une odeur)
μυρίζω
μύρισα
énerver
εκνευρίζω
εκνεύρισα
héberger
φιλοξενώ
φιλοξένησα
se disputer
μαλώνω
μάλωσα
gagner
κερδίζω
κέρδισα
fonctionner
λειτουργώ
λειτούργησα
ressembler
μοιάζω
έμοιασα
punir
τιμωρώ
τιμώρησα
embrasser (câlin)
αγκαλιάζω
αγκάλιασα
vider
αδειάζω
άδειασα
remplir
γεμίζω
γέμισα
discuter
συζητάω -ώ
συζήτησα
sonner
χτυπάω
χτύπησα